- ἐκλογῆ
- ἐκλογεύςcollector of firstfruitsmasc nom/voc/acc dualἐκλογεύςcollector of firstfruitsmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκλογή — choice fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκλογή — η 1. επιλογή, προτίμηση, διάλεγμα, ξεχώρισμα: Εκλογή χρώματος. 2. η πράξη με την οποία διαλέγεται με ψηφοφορία κάποιος ως πιο κατάλληλος για την κατάληψη αξιώματος: Εκλογή βουλευτή. – Εκλογή καθηγητή πανεπιστημίου. 3. στον πληθ., εκλογές η άσκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκλογή — Τίτλος μηνιαίας έκδοσης μικρού σχήματος, με ποικίλη ύλη. Ιδρύθηκε το 1945 από τη Βρετανική Υπηρεσία Πληροφοριών με έδρα την Αθήνα. Το 1950 ανέλαβε τη συνέχιση της έκδοσης η ημερήσια εφημερίδα Καθημερινή. Το 1960 η Ε. έγινε δεκαπενθήμερη, αλλά… … Dictionary of Greek
ἐκλογῇ — ἐκλογέω select pres subj mp 2nd sg ἐκλογέω select pres ind mp 2nd sg ἐκλογέω select pres subj act 3rd sg ἐκλογῆι , ἐκλογεύς collector of firstfruits masc dat sg (epic ionic) ἐκλογή choice fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εκλογή Νόμων — Νομοθετική συλλογή των Ισαύρων, με βάση τις Εισηγήσεις, τα Αιγέστα (Πανδέκτες) και τις Νεαρές του Ιουστινιανού, «εις το φιλανθρωπότερον εκτεθείσα». Η Ε.Ν. διαιρείται σε 18 τίτλους και περιέχει διατάξεις αστικού και ποινικού δικαίου. Είναι έργο… … Dictionary of Greek
ἐκλογῆι — ἐκλογῇ , ἐκλογέω select pres subj mp 2nd sg ἐκλογῇ , ἐκλογέω select pres ind mp 2nd sg ἐκλογῇ , ἐκλογέω select pres subj act 3rd sg ἐκλογεύς collector of firstfruits masc dat sg (epic ionic) ἐκλογῇ , ἐκλογή choice fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эклога вид пасторали — (εκλογή выбор) пастораль (см.), имеющая форму диалога. Первоначально у греков словом Э. обозначались стихотворные сборники, состоящие из небольших произведений, равно как отдельные стихотворения, входящие в сборник. Такое название имели и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Эклога — (εκλογή выбор) пастораль (см.), имеющая форму диалога. Первоначально у греков словом Э. обозначались стихотворные сборники, состоящие из небольших произведений, равно как отдельные стихотворения, входящие в сборник. Такое название имели и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ἐκλογαῖς — ἐκλογή choice fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλογαί — ἐκλογή choice fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)